- ὑπέξοδος
- ὑπέξ-οδος, ἡ,A diarrhoea, Hp.Prorrh.2.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέξοδος — ἡ, Α [ἔξοδος] ακούσια κένωση τής κοιλιάς … Dictionary of Greek
ὑπέξοδον — ὑπέξοδος diarrhoea fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek